ἀμμοσκοπία

ἀμμοσκοπία
ἀμμο-σκοπία, ,
A divination by sand, title of Orphic work, prob. in Suid. s.v. Ὀρφεύς.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αμμοσκοπία — η (Α ἀμμοσκοπία) η αμμομαντεία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμμος + σκοπία < σκόπος < σκοπός] …   Dictionary of Greek

  • ἀμμοσκοπίαν — ἀμμοσκοπίᾱν , ἀμμοσκοπία divination by sand fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμμος — Ιζηματογενής σχηματισμός που αποτελείται από θραύσματα ορυκτών με κύριο χαρακτηριστικό την έλλειψη συνοχής. Ο σχηματισμός της ά. οφείλεται στη διαβρωτική ενέργεια των θαλασσών, των ανέμων, των ποταμών και των παγετώνων. Η ά. ταξινομείται ανάλογα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”